- ὠρεῖα
- ὠρεῖονguard-houseneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ώρεια — Α (κατά τον Ησύχ.) «φυλακτήρια». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί τής λ. ὠρεῖον] … Dictionary of Greek
ὠρείᾳ — ἀρείᾱͅ , ἄρειος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρεῖα — ὡρεῖον horreum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρεια — ἄρεια , ἄρειος neut nom/voc/acc pl ἄρεια , ἄρειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρώρεια — η, ΝΜΑ περιοχή στις πλαγιές τού όρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ώρεια (< ὄρος), πρβλ. ακρ ώρεια, υπ ώρεια. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
κλεισώρεια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 88 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 79 χλμ. Δ της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (Μ κλεισώρεια) στενή διάβαση μεταξύ δύο βουνών,… … Dictionary of Greek
κρημνώρεια — η (Α κρημνώρεια) κρημνώδης πλευρά όρους ή λόφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + ώρεια (< ὄρος). Το ω προέρχεται από τη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ακρ ώρεια)] … Dictionary of Greek
πρυμνώρεια — ἡ, Α το κατώτατο τμήμα ενός βουνού, οι πρόποδές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + ώρεια (< ὄρος), μέσω ενός αμάρτυρου *πρυμνώρης (πρβλ. κρημν ώρεια). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
υπώρεια — η / ὑπώρεια, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπώρεα Α οι πρόποδες, τα ριζά βουνού («οἰκέουσι ὑπώρεαν οὐρέων ὑψηλῶν», Ηρόδ.) νεοελλ. (κυρίως στον πληθ.) οι υπώρειες (γεωμορφ.) το τμήμα τών πεδιάδων ή τών λόφων που βρίσκεται στους πρόποδες ενός ορεινού όγκου και… … Dictionary of Greek